τσιγγάνικος

τσιγγάνικος
-η, -ο
που έχει σχέση με τους Τσιγγάνους: Τσιγγάνικα βιολιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσιγγάνικος — η, ο, και τσιγκανικός, ή, ό, Ν [Τσιγγάνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τσιγγάνους (α. «τσιγγάνικο βιολί» β. «τσιγγάνικα έθιμα») 2. φρ. «τσιγγάνικη γλώσσα γλώσσα συνδεδεμένη με τις βόρειες ινδοϊρανικές γλώσσες, που ομιλείται και στις… …   Dictionary of Greek

  • φλαμέγκο — και φλαμένκο, το, και φλαμένκα, η, Ν είδος ισπανικού χορού και μιας αντίστοιχης μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. flamenco «φλαμανδικός, τσιγγάνικος, φανταχτερός»] …   Dictionary of Greek

  • Κνάους, Λούντβιχ — (Ludwig Knaus, Βισμπάντεν 1829 – 1910). Γερμανός ζωγράφος. Έλαβε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στην πατρίδα του και αργότερα στη Σχολή Καλών Τεχνών του Ντίσελντορφ. Σύντομα επιβλήθηκε ως ρωπογράφος αλλά και έξοχος προσωπογράφος. Ανάμεσα στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”